θρασυς

θρασυς
    θρασύς
    θρᾰσύς
    -εῖα -ύ
    1) смелый, отважный, храбрый
    

(Ἕκτωρ Hom.; καρδία Pind.; πούς Arph.)

    ἐλπὴς θρασεῖα τοῦ μέλλοντος Thuc. — твердая надежда на будущее

    2) преимущ. дерзкий, высокомерный, наглый
    

(Ὀδυσσεύς Hom.; ἐν τοῖς λόγοις и γλώσσῃ Soph. или ἐπὴ τῶν λόγων Dem.; πονηρὸς καὴ θ. Arph.)

    τὸ μέ θρασύ Aesch. — смирение

    3) на который можно осмелиться, не внушающий страха, не представляющий опасности
    

θρασύ μοι τόδ΄ εἰπεῖν Pind. — я смею это сказать;

    οὐκ ἆρ΄ ἐκείνῳ οὐδὲ προσμῖξαι θρασύ ; Soph. — что же, к нему и приблизиться опасно?


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "θρασυς" в других словарях:

  • θρασύς — bold masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύς — εία, ύ (ΑΜ θρασύς, εῑα, ύ, Α θηλ. και θρασέα) αυθάδης, αναιδής μσν. 1. αυτός που απαιτεί γενναιότητα, που απαιτεί θάρρος 2. δυνατός 3. (το ουδ. ως ου σ.) τo θρασύ θάρρος, γενναιότητα, τόλμη μσν. αρχ. γενναίος, ανδρείος, θαρραλέος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • θρασύς, -εία, -ύ — αναιδής, αυθάδης: Θρασύς μαθητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρασέα — θρασύς bold neut nom/voc/acc pl (epic ionic) θρασέᾱ , θρασύς bold fem nom/voc/acc dual (epic ionic) θρασύς bold fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυτάτων — θρασύς bold fem gen pl θρασύς bold masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυτέρων — θρασύς bold fem gen pl θρασύς bold masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυτέρως — θρασύς bold adverbial θρασύς bold masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύ — θρασύς bold masc voc sg θρασύς bold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύτατον — θρασύς bold masc acc sg θρασύς bold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύτερον — θρασύς bold masc acc sg θρασύς bold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασειᾶν — θρασύς bold fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»